- διατομή
- η (AM διατομή) [διατέμνω]η διαίρεση στα δύο, διαχωρισμός, διχοτόμησηνεοελλ.φρ.1. «διατομή μυός, πτώματος κ.λπ.» — το να ανοιχθεί με χειρουργικό εργαλείο από το ένα άκρο ώς το άλλο2. «διατομή θυρεού» — διαίρεση τού θυρεού σε μέρη με γραμμή3. «ενεργός διατομή» — η επιφάνεια που παρουσιάζει ο πυρήνας τού ατόμου όταν βομβαρδίζεται με σωμάτια4. «επίπεδη ή εγκάρσια διατομή» — διατομή σώματος κάθετη προς νοητό άξονααρχ.1. κοφτερή άκρη, κόψη2. οπή, διάτρηση, άνοιγμα.
Dictionary of Greek. 2013.